θεαινῶν

θεαινῶν
θέαινα
goddess
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δέσποινα — Επίθετο με το οποίο μπορούσε να ονομαστεί κάθε θεά της αρχαίας Ελλάδας. Οι Δωριείς και οι Θεσσαλοί με το επίθετο Δ. τιμούσαν και τις γυναίκες τους. Πολλές χθόνιες θεές, όπως η Αφροδίτη, η Αθηνά, η Κυβέλη, η Εκάτη, η Δήμητρα και η Περσεφόνη,… …   Dictionary of Greek

  • διγενής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Ζάκυνθο. 1. Ανδρέας. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και εργάστηκε για τη διάδοση των ιδεωδών της. Στη διάρκεια του Αγώνα μερίμνησε για τον εφοδιασμό της Πελοποννήσου και του Μεσολογγίου. 2. Γεώργιος.… …   Dictionary of Greek

  • ευπλόκαμος — η, ο (Α εὐπλόκαμος και ἐϋπλόκαμος, ον, θηλ. και ἐϋπλοκαμίς, ῑδος)] αυτός που έχει ωραίες πλεξούδες, ωραία κόμη νεοελλ. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο ευπλόκαμος γένος πτηνών τής οικογένειας τών φασιανιδών αρχ. 1. (στον Όμ.) ως επίθ. θεαινών και γυναικών …   Dictionary of Greek

  • κυνώπης — κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια 2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.) 3. το θηλ. ἡ κυνώπις ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

  • μαινάδα — η (AM μαινάς, Μ και μαινάδα) στον πληθ. οι μαινάδες ονομασία κατώτερων θεαινών που κατά τη μυθολογία ήταν συνοδοί τού Διονύσου νεοελλ. 1. γυναίκα κακιά και άσχημη, στρίγγλα 2. ζωολ. είδος καβουριού μσν. αρχ. 1. ως επίθ. μανιακή, τρελή 2. πόρνη… …   Dictionary of Greek

  • μύστης — ο (ΑΜ μύστης, θηλ. μύστις, ιδος) αυτός που διδάχθηκε την έννοια τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, ιεροφάντης νεοελλ. άτομο που κατέχει πλήρως και είναι αφοσιωμένο σε μία επιστήμη ή τέχνη μσν. 1. έμπιστο πρόσωπο,… …   Dictionary of Greek

  • πανομφαίος — ὁ, θηλ. πανομφαία, Α (ως επίθ. τού Διός και άλλων θεών και θεαινών) αυτός που αποστέλλει μαντείες, θεϊκές φωνές που προοιωνίζονται κάτι («πανομφαῑος Ἠέλιος», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀμφή «θεϊκή φωνή» + κατάλ. αῖος] …   Dictionary of Greek

  • σελλάστρωσις — ώσεως, ἡ, Α 1. συμπόσιο κατά το οποίο οι παρευρισκόμενοι κάθονταν σε δίφρους 2. το στρώσιμο τών ιερών δίφρων τών θεαινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. sellisternium < sella (βλ. λ. σέλλα) + sterno «στρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • τανύπεπλος — ον, Α 1. (ως προσωνυμία γυναικών τής υψηλής κοινωνίας και θεαινών) αυτός που φορεί μακρύ πέπλο 2. φρ. «πλακοῡς τανύπεπλος» κωμική έκφραση στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πεπλος (< πέπλος), πρβλ. ἑλκεσί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”